εκφοβιστικός

εκφοβιστικός
-ή, -ό
εκφοβητικός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφοβιστικός — ή, ό που προκαλεί το φόβο ή που γίνεται για εκφοβισμό, τρομοκρατικός: Ανώνυμο εκφοβιστικό τηλεφώνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απειλητικός — ή, ό (AM ἀπειλητικός, ή, όν) αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός …   Dictionary of Greek

  • εκφοβητικός — και εκφοβιστικός, ή, ό(ν) (AM ἐκφοβητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί φόβο, τρομακτικός …   Dictionary of Greek

  • φοβεριστικός — ή, ό, Ν [φοβερίζω] (παλ. τ.) απειλητικός, εκφοβιστικός («τούς λέγει με σιγανήν φωνήν αλλά φοβεριστικήν ότι αν δεν κατεβούν...», Αραβ. Μυθ. Χαλ.) …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

  • τρομοκρατικός — ή, ό που σχετίζεται με την τρομοκρατία ή τους τρομοκράτες, εκφοβιστικός: Τρομοκρατικές οργανώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”